μυρμηγκιά

μυρμηγκιά
Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά όσον αφορά το κεφάλι, τον θώρακα και την κοιλιά. Το κεφάλι είναι εφοδιασμένο με ισχυρές γνάθους, οι διαστάσεις και το σχήμα των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τις λειτουργίες που εκτελούν τα διάφορα άτομα του κάθε είδους· οι γνάθοι τους χρησιμεύουν, κατά κανόνα σχεδόν, για να συλλαμβάνουν, να κόβουν ή να τρυπούν, χρησιμοποιούνται όμως μάλλον σπάνια για τη διατροφή. Για να τραφούν τα μ. χρησιμοποιούν γενικά την κάτω σιαγόνα και το χείλος που έχει σχήμα γλώσσας (γλωττίδα), τα οποία αποτελούν τα μυζητικά και λειχητικά όργανα. Οι σύνθετοι οφθαλμοί, συνήθως όχι πολύ αναπτυγμένοι, είναι τοποθετημένοι στα πλάγια, ενώ ανάμεσα τους βρίσκονται τρία οφθαλμίδια (συχνά λείπουν στις εργάτριες) και δύο εξαιρετικά ευκίνητες κεραίες. Ο θώρακας είναι συνήθως απλοποιημένος με τη συγχώνευση ή τον περιορισμό των τμημάτων του· τα τρία ζεύγη ποδιών, που είναι μακριά και ευκίνητα, χρησιμεύουν, εκτός από την κίνηση, και για την καθαριότητα: πράγματι, κάθε πόδι είναι εφοδιασμένο με μια διπλή βούρτσα, οι κοίλες τρίχες της οποίας λιπαίνονται από αδένες. Τα δύο ζεύγη φτερών είναι μεμβρανώδη και έχουν ποικίλη ανάπτυξη: συνήθως τα πίσω είναι πιο μικρά από τα μπροστινά. Τα φτερά, προνόμιο, των εμφύλων μ., λείπουν στις ουδέτερες «κοινωνικές» τάξεις (εργάτριες και στρατιώτες)· μετά τη γαμήλια πτήση όμως, τα φτερά αχρηστεύονται και το έντομο απαλλάσσεται απ’ αυτά εκούσια. Όπως σ’ όλα τα έμμισχα υμενόπτερα, η κοιλιά είναι συνενωμένη με τον θώρακα μ’ έναν μίσχο, που αποτελείται συνήθως από ένα λεπτό τμήμα, ενώ ένα μπροστινό τμήμα, πιο πλατύ, αποτελεί μορφολογικά τμήμα του θώρακα. Σε πολλά είδη το πίσω άκρο της κοιλιάς φέρει ένα κεντρί συνδεδεμένο με δηλητηριώδεις αδένες. Στο πεπτικό σύστημα των μ., ο οισοφάγος είναι στο πίσω μέρος διεσταλμένος σε σχήμα θυλάκου - πρόλοβος - που χρησιμεύει σαν εφεδρική αποθήκη και λειτουργεί σαν «κοινωνικό στομάχι», γιατί οι τροφές που περιέχονται εκεί μπορούν να εξεμηθούν για να θρέψουν τα άλλα μέλη της μυρμηγκιάς: σε μερικές εργάτριες των παραγωγών μελιτώματος μ. της Αμερικής myrmecocistus hortideorum και συγγενή είδη, ο πρόλοβος, που γεμίζει από σακχαρώδεις ουσίες τις οποίες συλλέγουν αναζητητικές ομάδες, διαστέλλεται τόσο (διάμετρος πάνω από 1 εκ.), ώστε οι εργάτριες αυτές είναι ανίκανες να κινηθούν και μένουν κρεμασμένες από την οροφή ενός εσωτερικού θαλάμου της φωλιάς, απ’ όπου οι κανονικές εργάτριες μπορούν να αντλούν από τα ζωντανά αυτά ασκιά μερικές σταγόνες τροφής. Μόνο ένα μικρό μέρος των σακχαρούχων ουσιών που προμηθεύουν οι αναζητήτριες εργάτριες χρησιμεύει για τη διατροφή των ατόμων της ομάδας αυτής, που έχουν μεταβληθεί σε ασκιά. Διακρίνονται δύο ομάδες ατόμων: τα στείρα μ. - που είναι θηλυκά και τα γεννητικά τους όργανα δεν είναι ανεπτυγμένα - και τα έμφυλα έντομα. Τα στείρα μ. είναι σε μερικά είδη μόνο ενός τύπου (εργάτριες), ενώ σε άλλα διαιρούνται σε δυο υποτάξεις, των εργατριών και των στρατιωτών· κάθε υποτάξη μπορεί, με τη σειρά της, να υποδιαιρεθεί σε μικρότερες ομάδες για μια διαφοροποίηση καθηκόντων, η οποία δεν είναι - τις περισσότερες φορές - απόλυτη, αλλά ποικίλλει ανάλογα με τις ανάγκες της κοινότητας. Άλλες στείρες μορφές - εργάτριες και στρατιώτες ποικίλου τύπου - έχουν αναλάβει διάφορες δραστηριότητες, όπως η κατασκευή της μυρμηγκοφωλιάς, η φροντίδα των νεογέννητων, η συλλογή τροφών και η άμυνα της μυρμηγκιάς από τους εχθρούς. Ανάλογα με το είδος, οι μυρμηγκιές κατασκευάζονται από διάφορες ουσίες (ξύλο, χώμα, χαρτόνι, μετάξι) και έχουν δομή και διαστάσεις διαφορετικές· οι πιο περίπλοκες αποτελούνται από διάφορους ορόφους και στοές, που περιλαμβάνουν αποθήκες για τη φύλαξη των προμηθειών και «στάβλους» όπου διατηρούν και φροντίζουν τις αφίδες, της κοχενίλλες και άλλα μυρμηκόφιλα έντομα. Σε μερικά είδη, λεγόμενα διμορφικά παράσιτα, δεν υπάρχουν εργάτριες, γιατί τα αβγά αποθέτονται σε φωλιές άλλων μ. και υιοθετούνται από τις εργάτριες των ξενιστών, των οποίων τη βασίλισσα σκοτώνει μερικές φορές η θηλυκή παράσιτη. Τα έμφυλα έντομα είναι φτερωτά και το ζευγάρωμα γίνεται την άνοιξη κατά τη γαμήλια πτήση· μια θηλυκή συσσωρεύει στη σπερματοδόχη τόσα σπέρματα, ώστε να μένει γόνιμη για όλη της τη ζωή, η διάρκεια της οποίας μπορεί να ποικίλλει από δέκα έως δεκαπέντε χρόνια. Λίγο μετά τη γαμήλια πτήση τα αρσενικά πεθαίνουν και τα θηλυκά, αφού εγκαταλείψουν τα φτερά που τους είναι πια άχρηστα, αρχίζουν να γεννούν τα αβγά· από αυτά βγαίνουν άποδες και σκωληκόμορφες προνύμφες, τις οποίες, στα πιο εξελιγμένα είδη τρέφουν και φροντίζουν οι εργάτριες· οι προνύμφες υφίστανται τη μεταμόρφωση σε νύμφες και ύστερα σε τέλεια έντομα. Οι συνήθειες των μ., ποικιλότατες και ενδιαφέρουσες, μελετήθηκαν ιδιαίτερα από τον Ελβετό εντομολόγο Ογκίστ Φορέλ (1848-1931), τον Γερμανό Έριχ Βάσμαν (1859-1931), τον Αμερικανό Γουίλιαμ Μόρτον Χουήλερ (1865-1937), τον Ιταλό Κάρλο Έμερι (1848-1925) κ.ά. Μερικά μ., όπως το κόκκινο μ. (formica rufa) και τα συγγενή είδη, κοινά στα δάση κωνοφόρων της Ευρώπης, είναι κυρίως κυνηγοί και επιτίθενται σε έντομα και άλλα ζώα πολύ πιο μεγάλα από αυτά: τελευταία στη Γερμανία και στην Ιταλία είχαν εκτραφεί και μεταφερθεί σε διάφορες δασικές ζώνες κόκκινα μ. για να καταπολεμήσουν τις κνηθοκάμπες τις πομπικές. Άλλα είδη τρέφονται από φυτικές ουσίες κι άλλα πάλι από τα υγρά και σακχαρώδη εκκρίματα των αφιδών και των κοχενιλλών: πράγματι, χαϊδεύοντας ή κεντώντας με τις κεραίες τα ομόπτερα αυτά ημίπτερα, τα αναγκάζουν να βγάζουν ένα έκκριμα και μπορεί κανείς να πει ότι τα μ. τις αρμέγουν. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η μέθοδος πολέμου μεταξύ αντιπάλων μ. και μεταξύ μ. και τερμιτών. Τα μ. του νοτιοαμερικανικού γένους atta είναι γνωστά με τα ονόματα «ομβρελλοφόρα» ή «φυλλοκόπτες», γιατί κόβουν τα φύλλα προκαλώντας μεγάλες ζημιές στις φυτείες και μεταφέρουν τα κομμάτια στη μυρμηγκιά, όπου τα τεμαχίζουν και τα διαβρέχουν με σάλιο· αυτά αποτελούν υπόστρωμα για την καλλιέργεια ειδικών μυκήτων από τους οποίους τρέφεται το μ. αυτό. Το μ. αμαζών και αιμοδιψής - διαδεδομένο στην Ευρώπη και με συγγενή είδη στην Ασία και στην Αμερική - λέγεται επίσης και «εξανδραποδιστής»: αυτό εισβάλλει στις φωλιές άλλων ειδών (στην Ευρώπη θύμα του είναι ο formica fusca) και με τα δρεπανοειδή σαγόνια του - θαυμάσια όπλα, αλλά ακατάλληλα για την επεξεργασία της τροφής - σκοτώνει τη βασίλισσα, λεηλατεί τη μυρμηγκιά και υποδουλώνει για να τον υπηρετούν τις εργάτριες των θυμάτων. Το μ. κλώστης της Αυστραλίας και της Ινδονησίας κατασκευάζει τη φωλιά του πάνω στα φύλλα και ράβει τις άκρες τους χρησιμοποιώντας τις προνύμφες που εκκρίνουν μετάξι. Επειδή καταστρέφουν τα φυτά και τα τρόφιμα, τα μ. είναι επιβλαβή για τη γεωργία και την οικιακή οικονομία. Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης ζει ένα από τα πιο πολεμοχαρή είδη, το αργεντινό μ., το οποίο κατάγεται από τη Νότια Αμερική και έχει προκαλέσει την εξαφάνιση διάφορων τοπικών ειδών. Άλλα μ. αρκετά επιθετικά είναι ένα μ. του γένους eciton της τροπικής Αμερικής και η μαύρη ανόμμα, που είναι διαδεδομένη κυρίως στην Αφρική· τα είδη αυτά χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτο πολυμορφισμό, έτσι που περιλαμβάνουν άτομα είτε μικρά είτε πολύ μεγάλα, έντονα διαφοροποιημένα ανάλογα με τα καθήκοντα για τα οποία προορίζονται· τα μ. αυτά, εκτός από κυνηγετικές αποστολές μικρής ακτίνας, εκτελούν μεγαλύτερες μεταναστεύσεις, στις οποίες μετέχουν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άτομα. Εδώ και αρκετό καιρό, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μερικά είδη μ. όχι μόνο για το βιολογικό αγώνα, αλλά και για να εξαγάγει από το δηλητήριο τους τις ιδιαίτερες εκείνες ουσίες των οποίων έχει αναγνωριστεί η αποδοτική αντιβιοτική και εντομοκτόνα δραστηριότητα: οι ουσίες αυτές είναι η ιριδομυρμηκίνη του αργεντινού μυρμηγκιού και η δενδρολασίνη του είδους dendrolasius. Τα τρία τμήματα του μυρμηγκιού: κεφάλι, θώρακας και κοιλιά. Αποικία μυρμηγκιών με τη βασίλισσα (στο κέντρο), τις εργάτριες, τα αβγά, τις προνύμφες και τις νύμφες. Μυρμήγκια κοντά στην είσοδο μιας μυρμηγκοφωλιάς, κατασκευασμένης κάτω από τις ρίζες ενός φυτού. Άνοιγμα αερισμού της φωλιάς των μυρμηγκιών messor barbarus? τα μυρμήγκια είναι έντομα πολύ κοινωνικά και οι φωλιές τους αποτελούν μικρές πολιτείες.
* * *
(I)
και μερμηγκιά και μυρμηκιά, η (ΑΜ μυρμηκία και μυρμηκιά, ή και μυρμήκια, τὰ)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκότρυπα («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων λείων ἐκλείπουσι τὰς μυρμηκίας», Αριστοτ.)
2. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος
3. αφθονία
αρχ.
φρ. «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η κύμανση, ο χρωματισμός τής φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + περιληπτική κατάλ. -ιά (πρβλ. θημωνιά). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι. Για το -γκ- βλ. λ. μυρμήγκι].
————————
(II)
και μερμηγκιά και μυρμηκία, η (ΑΜ μυρμηκία)
ακροχορδόνα, κρεατοελιά
νεοελλ.
ιατρ. βλ. μυρμηκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -ία (πρβλ. παχυδερμ-ία). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυρμηγκιά — η 1. μυρμηγκοφωλιά. 2. μτφ., μεγάλο και πυκνό πλήθος: Στο συλλαλητήριο μαζεύτηκε μυρμηγκιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελιτακιά — η (Μ μελιτακιά) [μελίτακας] (ιδιωμ.) (στην Κρήτη) 1. φωλιά μυρμηγκιών 2. πλήθος από μυρμήγκια, μυρμηγκιά, η φάλαγγα που σχηματίζουν τα μυρμήγκια …   Dictionary of Greek

  • ληστοβίωση — η βιολ. 1. τρόπος συμβίωσης τών μυρμηγκιών 2. βιολογική ομάδα που αποτελείται από τερμίτες ή μεγάλα μυρμήγκια και από μικρότερα μυρμήγκια, τα οποία εισχωρούν στη φωλιά τών προηγουμένων και συμβιούν με αυτά κλέβοντας την τροφή τους …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιάζω — και μερμηγκιάζω [μυρμήγκι] 1. γεμίζω από μυρμήγκια 2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.) 3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα. 4. μουδιάζω …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκάνθρωποι — μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α) 1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια 2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκία — η ιατρ. καλοήθης όγκος τής επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίζω — (ΑΜ, Μ και μυρμηγκίζω) [μύρμηξ] μσν. 1. προχωρώ, έρπω όπως τα μυρμήγκια, δηλαδή δεν περπατώ σε ευθεία γραμμή 2. τσιμπώ, προκαλώ φαγούρα 3. είμαι πολυάριθμος, όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζω αρχ. 1. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα 2. (για τον σφυγμό)… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκοξενία — η βιολ. περίπτωση συνοίκησης μερικών μυρμηκόφιλων ειδών, κατά την οποία ένα ζώο που αιχμαλωτίζεται από μυρμήγκια γίνεται αντικείμενο τών φροντίδων τους και τρέφεται από τα αβγά τους, ενώ τα μυρμήγκια που τό φιλοξενούν παίρνουν από το ζώο ένα υγρό …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”